Τα λιοντάρια της Ηπείρου κι άλλα περίεργα γεύματα των προγόνων μας

Στην αρχαία ελληνική γραμματεία ο μελετητής μπορεί να βρει μερικές περίεργες γαστρονομικές προτιμήσεις των προγόνων μας που σήμερα θα θεωρούσαμε τουλάχιστον περίεργες.
Ένα από τα ζώα που έτρωγαν ήταν η αρκούδα για την οποία πάντως οι αρχαίοι συγγραφείς λένε ότι το κρέας της χρειαζόταν ειδική μεταχείριση από τον μάγειρο προτού φτάσει στο τραπέζι.


Ο Μέγας Αλέξανδρος σε κυνήγι λιονταριού

Επίσης, το λιοντάρι, παρότι σπάνιο, δεν ξέφευγε από τις προτιμήσεις τους. Λιοντάρια υπήρχαν στην Ελλάδα μέχρι και τις μετά Χριστόν εποχές. Ο Αριστοτέλης στο «Των περί τα ζώα ιστοριών» (βιβλ.6, κεφ.31) αναφέρει την ύπαρξη λιονταριών στην Ήπειρο, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Νέσσου και Αχελώου «…σπάνιον γαρ το γένος το τῶν λεόντων ἐστὶ κα οὐκ ἐν πολλῷ γίνεται τόπῳ, ἀλλ τῆς Εὐρώπης ἁπάσης ἐν τῷ μεταξύ τοῦ Ἀχελῴου και τοῦ Νέσσου ποταμοῦ». Από την άλλη, ο Οβίδιος, αρκετά αργότερα, εναντιώνεται στην βρώση των λιονταριών: «Ο πρώτος, οποίος κι αν ήταν, που δίνοντας ένα ολέθριο παράδειγμα, επιθύμησε την τροφή των λιονταριών και, καταβρόχθισε σάρκα ρίχνοντας τη στην άπληστη κοιλία του, αυτός άνοιξε το δρόμο στην αμαρτία. Γιατί είναι πιθανό, ο φόνος των άγριων ζώων να λέρωσε για πρώτη φορά το όπλα με ζεστό αίμα. Αυτό ήταν αρκετό. Μπορούσαμε, ομολογώ, να εξαφανίσουμε, χωρίς να παραμελούμε κανένα καθήκον μας, τα ζώα που επιδιώκουν το θάνατό μας. Αλλά ότι έπρεπε να τα σκοτώσουμε, δεν σημαίνει και ότι έπρεπε να χορτάσουμε με αυτά» (Μεταμορφώσεις, X, 103-105).
 
Όμως οι αρχαίοι είχαν στο εδεσματολόγιό τους και το κρέας ζώων που σήμερα μας προκαλεί απέχθεια. Ο γάιδαρος ήταν ένα από τα αυτά τα ζώα. Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, προτιμούσαν τον όναγρο (άγριο όνο) παρά τον κατοικίδιο του οποίου το κρέας δεν θεωρούσαν κάτι ιδιαίτερο. Για τον εξαφανισμένο σήμερα όναγρο, ο Γαληνός αναφέρει ότι το κρέας του, «όταν βέ­βαια είναι, νέος και υγιής, μοιάζει με του λαγού» (Περί τροφών δυνάμεως, 111,1, 9).
Στη Λέσβο υπήρχε μέχρι το 1980 ένα τοπικό είδος μικρόσωμου αλόγου, ο Μυντιλής, στην εξαφάνιση του οποίου συνετέλεσε το γεγονός ότι ήταν πολύ επιθυμητό προς κατανάλωση από τους Γάλλους.*
Πριν από 2.200 χρόνια, στην ελληνιστική Αίγυπτο, σε ένα δείπνο καταναλώθηκε μυαλό γαζέλας, γάιδαρος και μεγάλη ποσότητα σαλιγκαριών, όπως έδειξε ανασκαφή στην περιοχή της αρχαίας Φιλοτερίας, σημερινό Tel Bet Yerah, δίπλα στη λίμνη Γαλιλαία. «Η επιλογή των τεμαχίων κρέατος που μαγειρεύονται σε ένα μεγάλο ενιαίο βραστό αντικατοπτρίζει μια προσέγγιση «από το κεφάλι μέχρι την ουρά» που σχετίζεται γενικά με τις κοινωνίες του χωριού», ανέφερε η έκθεση της ομάδας, στο περιοδικό Journal of Eastern Mediterranean Studies and Heritage Studies. «Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την κατανάλωση σαλιγκαριών».
Στα ιπποειδή που κατανάλωναν οι αρχαίοι Έλληνες, φαίνεται ότι εκτός των όνων συγκαταλέγονταν και τα μικρά άλογα ή τα μουλάρια. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, κατά τις ανασκαφές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας εντοπίστηκε από τον αμερικανό αρχαιολόγο Τ. Λέσλι Σιρ Τζούνιορ μια αρχαία ταβέρνα που χρονολογείται μεταξύ του 400 και 380 π.Χ. Η ταβέρνα αυτή είχε ένα πηγάδι που, προφανώς, απ’ όταν στέρεψε από νερό, χρησιμοποιούταν ως σκουπιδότοπος της ταβέρνας. Στο πηγάδι αυτό , εκτός των θραυσμάτων των διαφόρων σκευών που χρησιμοποιήθηκαν στην ταβέρνα, βρέθηκαν και οστά ζώων που μαγειρεύτηκαν στην ταβέρνα. Μεταξύ των οστών αυτών, στο ανώτερο στρώμα του πηγαδιού βρέθηκαν και σκελετικά υπολείμματα από ποικιλία ζώων: οστά από αγελάδες, χοίρους, πρόβατα και κατσίκες που δείχνουν σημάδια σφαγής αλλά και οστά ποδιών από βοοειδή και ημιόνους ή μικρά άλογα. 



Ο Νικόστρατος, κωμικός ποιητής που φέρεται σαν τρίτος γιός του Αριστοφάνη, στο απόπασμα από έργο του “Άβρα” που διασώζει ο Αθήναιος στους “Δειπνοσοφιστές” (Δ’ 133c) μας φέρνει στο τραπέζι ένα φαγητό που σήμερα έχουμε συνδέσει υποτιμητικά με τις κοινωνίες των Ρομα, τον σκαντζόχοιρο! Γράφει: “Στο πρώτο πιάτο από τα μεγάλα, θα προηγηθεί ο σκαντζόχοιρος, λακέρδα, ακόμη και κάππαρη, μια θρυμματίδα, φέτα, παστό ψάρι αλλά κι ένας βολβός μέσα σε σάλτσα πολύ πικάντικη”.
Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, ο σκαντζόχοιρος ήταν ένα από τα παραδοσιακά πιάτα της Καλλονής στη Λέσβο, όπως επίσης και το κρέας του σκίουρου.*
Στα είδη που κατανάλωναν οι φτωχοί την εποχή εκείνη, μεταξύ των λαχανικών, του κριθαριού και των ριζών, περιλαμβάνονταν και τα τζιτζίκια! Όμως τα τζιτζίκια θεωρούταν και ωραία ορεκτικά και στα σπίτια των ευκατάστατων. Ο Αθήναιος (4.133b) αναφέρει ότι οι Έλληνες έτρωγαν τέττιγες (τζιτζίκια) για να ανοίγουν την όρεξή τους, ενώ πιο κάτω στο κείμενο (4.133d-f) αναφέρει τα τζιτζίκια ως μέρος λίστας που περιλαμβάνει τα καλύτερα φαγητά σε ένα πλούσιο σπίτι: “Γιατί, τι λείπει από το σπίτι μας; Ποια καλά; Δεν είναι γεμάτο μυρωδιές συριακής σμύρνας κι ευχάριστο καπνό λιβανιού; Δεν σε ευχαριστεί να βλέπεις... αυγά, φακή και τζιτζίκια...”


Επίσης, φαίνεται ότι κατά περίπτωση κατανάλωναν και ακρίδες, καθώς βρίσκουμε σχετικό απόσπασμα και πάλι στον Αθήναιο (2.276b) όπου ο Αθηναίος κωμωδιογράφος Επίχαρμος είναι πρόθυμος να ανταλλάξει σαλιγκάρια και σέσιλους με ακρίδες.
Όμως ακόμη πιο ακραία για εμάς φαντάζει η κατανάλωση αλεπούς της οποίας το κρέας το προτιμούσαν στην εποχή του θερισμού, γιατί τότε ήταν πιο παχιά, αφού έτρωγε πολλά σταφύλια!
Ακόμη περισσότερο αδιανόητη θεωρείται σήμερα η βρώση σκύλου, αν και φαίνεται ότι στην κλασική Ελλάδα αυτό μπορούσε να γίνει μόνον εξ ανάγκης.
Αντίθετα στα προαναφερόμενα όμως, ο φιλόσοφος Πορφυριος (3ος αι. μ.Χ.), ο οποίος με το έργο του «Περί αποχής έμψυχων» αντιτίθεται στην κρεοφαγία, αναφέρει πως «οι Έλληνες δεν τρώνε ούτε σκύλους ούτε άλογα ούτε όνους». Και το πράγμα θα τελείωνε έτσι καθησυχαστικά, αν ένας άλλος φιλόσοφος, ο Ιούλιος Πολυδεύκης (2ος αιώνας μ.Χ.), δεν ανέφερε στο μόνο διασωθέν έργο του, το «Ονομαστικόν», πως στην αγορά της Αθήνας υπήρχε ένα ειδικό τμήμα, τα Μεμνόνεια (τα «όνεια κρέα»), όπου πωλούσαν κρέας όνου (Θ 48).
Οπότε, την επόμενη φορά που θα σουφρώσουμε την μύτη μας διαβάζοντας ή βλέποντας ένα περίεργο φαγητό, ας θυμόμαστε ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν, κάποιες φορές, και οι ίδιοι πολύ περίεργοι στις προτιμήσεις τους!





Πηγές:
• ΜΑΡΙΑ ΘΕΡΜΟΥ: Στα μαγειρεία των αρχαίων
• RICHARD SPENCER: Ancient Greeks made the most of a feast (with donkey toes and gazelle brains), The Times, Saturday May 16 2020
• ΜΑΡΙΑ ΘΕΡΜΟΥ: Οταν έσπαγαν πιάτα στην (αρχαία) ταβέρνα, ΒΗΜΑ, 28/11/2010
• Ψηφιακά βιβλία των αναφερόμενων αρχαίων συγγραφέων
• *Πληροφορίες από την Ευαγγελία Κυριαζή, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου